- απόρθωσις
- ἀπόρθωσις, η (Μ)το να κάνει κανείς κάτι ορθό ή ίσιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόρθωσιν — ἀπόρθωσις guiding aright fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορθώσεως — ἀπορθώσεω̆ς , ἀπόρθωσις guiding aright fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)